πεζόπτερος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
πεζόπτερος: -ον, ὁ χρώμενος τοῖς ποσὶν ἀντὶ πτερύγων, Μανασσ. Χρον. 3771.
-ον, Μ
αυτός που χρησιμοποιεί τα πόδια του αντί για τα φτερά του, ο πεζός και φτερωτός συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσόπτερος].