πεζόπτερος

From LSJ
Revision as of 11:07, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek (Liddell-Scott)

πεζόπτερος: -ον, ὁ χρώμενος τοῖς ποσὶν ἀντὶ πτερύγων, Μανασσ. Χρον. 3771.

Greek Monolingual

-ον, Μ
αυτός που χρησιμοποιεί τα πόδια του αντί για τα φτερά του, ο πεζός και φτερωτός συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεζός + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. χρυσόπτερος].