περίτεχνος
From LSJ
Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει εκπονηθεί ή κατασκευαστεί με πολλή τέχνη και καλαισθησία, καλοδουλεμένος, μαστορικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έντεχνος].