πρωτοετής

From LSJ
Revision as of 11:25, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?

Source

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. αυτός που διανύει το πρώτο έτος φοίτησης σε μία ανώτατη σχολήπρωτοετής φοιτητής της ιατρικής»)
2. (για μαθητές) αυτός που για πρώτη φορά φοιτά σε μία τάξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -ετής (< έτος), πρβλ. δευτεροετής].