Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
σωμᾰτομιξία: ἡ, τὸ μιγνύναι τὰ σώματα, μῖξις, τῶν σωμάτων, Κ. Μανασ. Χρον. 5852.
και σωματομειξία, ἡ, Μ
σαρκική μίξη, συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -μειξία (< -μεικτος < μείγνυμι), πρβλ. θυγατρομιξία].