Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σημειοσκόπος

From LSJ
Revision as of 11:41, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt

Menander, Monostichoi, 329
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειοσκόπος Medium diacritics: σημειοσκόπος Low diacritics: σημειοσκόπος Capitals: ΣΗΜΕΙΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: sēmeioskópos Transliteration B: sēmeioskopos Transliteration C: simeioskopos Beta Code: shmeiosko/pos

English (LSJ)

ὁ, one who observes omens, diviner, Al. 1 Ki. 28.3,9.

Greek (Liddell-Scott)

σημειοσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν καὶ ἐξετάζων σημεῖα, οἰωνούς, μάντις, οἰωνοσκόπος, Ἀκύλας ἐν Παλαιᾷ Διαθ.· - σκοπία, ἡ, μαντικά, Τζέτζ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εξετάζει και ερμηνεύει τα σημεία, οιωνοσκόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σημεῖον + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνοσκόπος].