σιδηροπαγής

From LSJ
Revision as of 11:48, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht

Menander, Monostichoi, 396

Greek Monolingual

-ές, Ν
1. σιδηρόδετος, ενισχυμένος με σιδερένιο οπλισμό
2. φρ. «σιδηροπαγές σκυρόδεμα» — ενισχυμένο σκυρόδεμα, μπετόν αρμέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι), πρβλ. χρυσοπαγής].