σιδηροπαγής
From LSJ
Ξενίας ἀεὶ φρόντιζε, μὴ καθυστέρει → Cura hospitalis esse nec in hoc sis piger → Sei stets auf Gastfreundschaft bedacht und säume nicht
Greek Monolingual
-ές, Ν
1. σιδηρόδετος, ενισχυμένος με σιδερένιο οπλισμό
2. φρ. «σιδηροπαγές σκυρόδεμα» — ενισχυμένο σκυρόδεμα, μπετόν αρμέ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιδηρο- + -παγής (< θ. παγ- του πήγνυμι), πρβλ. χρυσοπαγής].