μπετόν

From LSJ

Ὁ μὲν βίος βραχύς, ἡ δὲ τέχνη μακρή, ὁ δὲ καιρὸς ὀξύς, ἡ δὲ πεῖρα σφαλερή, ἡ δὲ κρίσις χαλεπή → Life is short, art long, opportunity fleeting, experience misleading and judgment difficult

Source

Greek Monolingual

και μπετό, το
άκλ.
1. δομικό υλικό από τσιμέντο, αμμοχάλικο και νερό, το σκυρόδεμα
2. μτφ. α) (για πρόσωπα) σκληρός, αλύγιστος
β) (για πράγματα) καθετί το ανθεκτικό
3. φρ. «μπετόν αρμέ» — σιδηροπαγές σκυρόδεμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. beton < λατ. bitumen «άσφαλτος» < pix «πίσσα» + tumens «οίδημα, φούσκωμα»].