τριφεγγής
From LSJ
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
τρῐφεγγής: -ές, = τριφαής, Θεόδ. Πρόδρ. Ἐπ. σ. 100, Γεώργ. Πισίδ., κλπ.
-ές, Μ
τριφαής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φεγγής (< φέγγος), πρβλ. ἑπταφεγγής].