ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone
τετραθεΐα: ἡ, τετραπλῆ θεότης, τετραθεΐαν νοσήσομεν Μάξιμ. Ὁμολ. τ. 1, σ. 111D.
ἡ, Μτο να παραδέχεται κανείς ότι υπάρχει και τέταρτη θεότητα, τετραθεϊσμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -θεΐα (< -θεος < θεός), πρβλ. τριθεΐα].