τρυφερόκαρδος
From LSJ
Λάβε πρόνοιαν τοῦ προσήκοντος βίου → Curanda res est, ex decoro vivere → Dass du geziemend lebest, dafür sorge vor
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει τρυφερή καρδιά, ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. καλόκαρδος].