τρυφερόκαρδος

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει τρυφερή καρδιά, ευαίσθητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφερός + -καρδος (< καρδιά), πρβλ. καλόκαρδος].