τυραννόφρων

From LSJ
Revision as of 11:50, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek (Liddell-Scott)

τῠραννόφρων: -ονος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων φρονήματα ἢ διαθέσεις τυραννικάς, Ἰω. Χρυσ. τ. 6, σ. 533, ἔκδ. Παρισ.

Greek Monolingual

-ον, ΝΜΑ, και τ. αρσ. τυρανόφρονας, η, Ν
νεοελλ.
οπαδός τυραννικού πολιτεύματος
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τυραννικά φρονήματα ή τυραννικές διαθέσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τύραννος + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. γυναικόφρων].

German (Pape)

ὁ, ἡ, tyrannisch gesinnt, tyrannisches Sinnes, Dio Chrysost.