εύσωμος
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔσωμος, -ον)
αυτός που έχει καλή σωματική διάπλαση
νεοελλ.
σωματώδης, μεγαλόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σωμος (< σώμα) πρβλ. μεγαλόσωμος, τρίσωμος].