κοντόσωμος
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
Greek Monolingual
-η, -ο
κοντός στο ανάστημα, μικρόσωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο)- + -σωμος (< σώμα), πρβλ. μεγαλόσωμος, μικρόσωμος].