Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παστρεύω

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

1. απαλλάσσω κάτι από τη βρομιά, καθαρίζω
2. μτφ. εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπαστρ-εύω (με ανομοιωτική αποβολή του αρκτικού σ-) < σπαρτ-εύω «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο» (πρβλ. γλάστρα < γράστρα < γράστα < γάστρα].