ισόδοξος

From LSJ
Revision as of 13:20, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)ΕΤΥΜΟΛ\.(.*?)\]\]\)\. }}" to "ΕΤΥΜΟΛ.$1]]]. }}")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

ἰσόδοξος, -ον (Α)
(γλωσσ. του ισοκλεής) ίσος κατά τη δόξα.
επίρρ...
ἰσοδόξως (Α)
με ίση δόξα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθόδοξος, φιλόδοξος].