ἀνδρεϊφόντης
From LSJ
Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)
(root φεν): man-slaying, Ἐνῦάλιος. (Il.)
ἀνδρεϊφόντης: ου ὁ истребитель мужей, человекоубийца (эпитет Арея) Hom.