Ὁμόλη
From LSJ
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
Homolè, mt de Thessalie.
English (Slater)
Ὁμόλη, Ὁμολώια test. Σ, Theocrit, 7. 103a, Ὁμόλη δὲ Θετταλίας ὄρος, ὡς Ἔφορος καὶ Ἀριστόδημος ὁ Θηβαῖος, ἐν οἷς ἱστορεῖ περὶ τῆς ἑορτῆς τῶν Ὁμολωίων, καὶ Πίνδαρος ἐν τοῖς ὑπορχήμασιν fr. 113.
Russian (Dvoretsky)
Ὁμόλη: дор. Ὁμόλα ἡ Гомола (гора в Фессалии со святилищем Пана) Theocr., Eur.