Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
νομωδός, ὁ (Α)
1. αυτός που άδει, που κηρύσσει τον νόμο
2. εξηγητής του νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -ῳδός (< ᾠδή), πρβλ. κιθαρωδός].