πολεμόνδε
From LSJ
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
επικ. τ. πτολεμόνδε, Α
1. προς τη μάχη
2. προς τον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. πόλεμον του πόλεμος + επιρρμ. κατάλ. -δε (πρβλ. πόλινδε)].
πολεμόνδε en πόλεμον δέ, ep. πτολεμόνδε [πόλεμος] adv., de oorlog in, naar de oorlog.