Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
Α
επίρρ. με προέλευση από πορφύρα, από αυτοκρατορική γενιά και περιβάλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. βρεφόθεν)].