σπαθία

Revision as of 16:20, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 915] ἡ, = σπάθη 4.

Greek (Liddell-Scott)

σπᾰθία: ἡ, κτύπημα διὰ σπάθης, «σπαθιά», Achmes Ὀνειροκρ. 119, 249, Βυζ.

Greek Monolingual

η / σπαθία, ΝΜ, και σπαθέα Μ
χτύπημα με σπαθί, καθώς και το τραύμα που δημιουργείται από αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπαθίον + κατάλ. -έα / -ιά (πρβλ. μαχαιριά)].