τερατοφανής

From LSJ
Revision as of 16:30, 11 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann

Menander, Monostichoi, 542

Greek Monolingual

-ές, Ν
αυτός που έχει εμφάνιση τέρατος, τερατόμορφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -φανής (< φαίνω, -ομαι), πρβλ. οφθαλμοφανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].