ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws
-ές, Ναυτός που έχει εμφάνιση τέρατος, τερατόμορφος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -φανής (< φαίνω, -ομαι), πρβλ. οφθαλμοφανής). Η λ. μαρτυρείται από το 1877 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν του Άγγ. Βλάχου].