ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
ο, θηλ. φιγουρατζού, Ν
αυτός που του αρέσει να κάνει φιγούρες, να επιδεικνύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιγούρα + κατάλ. -ατζής (πρβλ. καβγατζής)].