φτύσιμο
From LSJ
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
Greek Monolingual
το, Ν
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του φτύνω
2. συνεκδ. το σάλιο που φτύνει κανείς
3. μτφ. περιφρόνηση («δεν περίμενα τέτοιο φτύσιμο από αυτόν»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φτυσ- του αορ. έ-φτυσ-α του ρ. φτύνω + κατάλ. -ιμο (πρβλ. βρίσιμο)].