χορευταράς
From LSJ
Λῦπαι γὰρ ἀνθρώποισι τίκτουσιν νόσους → Tristitia morbos parturit mortalibus → Krankheit gebären Menschen Kümmernis und Leid
ο, θηλ. χορευταρού, Ν
1. άτομο που αγαπά τον χορό
2. δεινός χορευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορευτής + κατάλ. -αράς (πρβλ. δουλευταράς)].