Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn
ο, Ντόπος που είναι συνεχώς καλυμμένος με χιόνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + τόπος (πρβλ. βοσκότοπος)].