στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
μαστιγιώ, -άω (Α)
θέλω να μαστιγωθώ ή είμαι άξιος μαστίγωσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάστιξ, -ιγος + επίθημα -ιάω (πρβλ. στρατηγιάω)].