μηδαμώς
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
(Α μηδαμῶς και μηθαμῶς)
επίρρ. (τρόπου) με κανέναν τρόπο, καθόλου, ουδαμώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδαμός + επιρρμ. κατάλ. -ῶς (πρβλ. ουδαμώς)].