ψιλικατζής
From LSJ
Greek Monolingual
ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν
1. πωλητής ψιλικών, ιδιοκτήτης ψιλικατζήδικου
2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλικά + κατάλ. -τζής (πρβλ. ταξιτζής)].
ο, θηλ. ψιλικατζού, Ν
1. πωλητής ψιλικών, ιδιοκτήτης ψιλικατζήδικου
2. μτφ. αυτός που επιδιώκει να αποκομίζει μικρά ωφέλη, που έχει μικρές φιλοδοξίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλικά + κατάλ. -τζής (πρβλ. ταξιτζής)].