Στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → No one loves the bearer of bad news
(see also: ἄπληστος) insatiably
adv.ἀπλήστως διακεῖσθαι être insatiable.Étymologie: ἄπληστος.
insaciablemente
ἀπλήστως: ненасытно, жадно (ἔχειν или διακεῖσθαι πρός τι Xen., Isocr., περί τι Isocr. и τινός Plut.).