δυσκρατής
From LSJ
Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir
English (LSJ)
δυσκρατές, = δυσκράτητος (hard to control, ungovernable, ill-disciplined), δυσκρατέστατον πάντων ὁ λόγος Stob. 3.33.10.
Spanish (DGE)
-ές
difícil de dominar δυσκρατέστατον γὰρ πάντων ὁ λόγος Zeno Stoic.1.65.
German (Pape)
[Seite 683] ές, schwer zu beherrschen; δυσκρατέστατον ὁ λόγος Zeno Stob. fl. 33, 10.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκρᾱτής: -ές, = τῷ ἑπομ. Πλούτ. παρὰ Στοβ. τ. 33. 10.
Greek Monolingual
δυσκρατής, -ές (Α)
δυσκράτητος.