κελλίβας
From LSJ
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
English (LSJ)
-ατος, ὁ, prob. = κιλλίβας, portable table, PRyl.136.10 (i A.D.); cf. Lat. cilibantum, cilliba.
Greek Monolingual
κελλίβας, -ατος, ὁ (Α)
πάπ. πιθ. κιλλίβας, κινητή τράπεζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cilliba «στρογγυλή τράπεζα»].
Frisk Etymological English
See also: s. κιλλίβας