συσσίτησις

Revision as of 09:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

-εως, ἡ, = συσσιτία (messing together, mess), Plu. Lyc. 12 (pl.).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
réunion de convives.
Étymologie: σύσσιτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσσίτησις -εως, ἡ [συσσιτέω] gezamenlijke maaltijd (voor mannen).

German (Pape)

ἡ, = συσσιτία, Plut. Lycurg. 12.

Russian (Dvoretsky)

συσσίτησις: εως (ῑτ) ἡ Plut. = συσσιτία.

Greek Monolingual

-ήσεως, ἡ, Α συσσιτῶ
συσσιτία.

Greek Monotonic

συσσίτησις: ἡ, = το επόμ., σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συσσίτησις: ἡ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Λυκοῦργ. 12.

Middle Liddell

συσσίτησις, εως, [from συσσῑτέω] = συσσίτιον, Plut.]
a messing together, a public mess, Xen.