συσσιτία
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ἡ, messing together or in common, Pl. Lg.781a, Aen.Tact.10.5, Dosiad.Hist.1; a mess, X.Oec.8.12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
réunion de convives.
Étymologie: σύσσιτος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συσσῑτία -ας, ἡ [σύσσιτος] gezamenlijke maaltijd (voor mannen).
German (Pape)
[ῑ], ἡ, das Zusammenspeisen, gesellschaftliches Essen, Plat. Legg. VI.781a; der Verein mehrerer Zusammenspeisender, Xen. Oec. 8.12.
Russian (Dvoretsky)
συσσῑτία: ἡ
1 питание за общим столом Plat.;
2 группа сотрапезников Xen.
Greek (Liddell-Scott)
συσσῑτία: ἡ, τὸ συσσιτεῖσθαι, συνδιαιτᾶσθαι, ἐσθίειν ἀπὸ κοινῆς τραπέζης, Πλάτ. Νόμ. 781Α, Δωσιάδ. παρ’ Ἀθην. 143Β· - κοινὴ εὐωχία, Ξεν. Οἰκ. 8. 12.
Greek Monolingual
ἡ, Α σύσσιτος
1. η διατροφή από κοινό τραπέζι, κοινό γεύμα ή κοινό δείπνο, το να τρώνε κάποιοι μαζί
2. συντροφιά πολλών ατόμων που τρώνε μαζί.
Greek Monotonic
συσσῑτία: ἡ, από κοινού σίτιση, το να τρώγει κάποιος από κοινό τραπέζι, κοινό συμπόσιο, κοινή ευωχία, συνεστίαση, συσσίτιο, σε Ξεν.