συσσιτία

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσσῑτία Medium diacritics: συσσιτία Low diacritics: συσσιτία Capitals: ΣΥΣΣΙΤΙΑ
Transliteration A: syssitía Transliteration B: syssitia Transliteration C: syssitia Beta Code: sussiti/a

English (LSJ)

ἡ, messing together or in common, Pl. Lg.781a, Aen.Tact.10.5, Dosiad.Hist.1; a mess, X.Oec.8.12.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
réunion de convives.
Étymologie: σύσσιτος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συσσῑτία -ας, ἡ [σύσσιτος] gezamenlijke maaltijd (voor mannen).

German (Pape)

[ῑ], ἡ, das Zusammenspeisen, gesellschaftliches Essen, Plat. Legg. VI.781a; der Verein mehrerer Zusammenspeisender, Xen. Oec. 8.12.

Russian (Dvoretsky)

συσσῑτία:
1 питание за общим столом Plat.;
2 группа сотрапезников Xen.

Greek (Liddell-Scott)

συσσῑτία: ἡ, τὸ συσσιτεῖσθαι, συνδιαιτᾶσθαι, ἐσθίειν ἀπὸ κοινῆς τραπέζης, Πλάτ. Νόμ. 781Α, Δωσιάδ. παρ’ Ἀθην. 143Β· - κοινὴ εὐωχία, Ξεν. Οἰκ. 8. 12.

Greek Monolingual

ἡ, Α σύσσιτος
1. η διατροφή από κοινό τραπέζι, κοινό γεύμα ή κοινό δείπνο, το να τρώνε κάποιοι μαζί
2. συντροφιά πολλών ατόμων που τρώνε μαζί.

Greek Monotonic

συσσῑτία: ἡ, από κοινού σίτιση, το να τρώγει κάποιος από κοινό τραπέζι, κοινό συμπόσιο, κοινή ευωχία, συνεστίαση, συσσίτιο, σε Ξεν.