κοσκινόρινος

Revision as of 09:25, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

(-ριος cod.)· εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

κοσκινόρινος: -ον, «εἰς κοσκίνου κατασκευὴν ῥινός», δηλ. δέρμα πρὸς κατασκευὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

κοσκινόρινος, ὁ (Α)
(για ζώο) αυτός που έχει δέρμα κατάλληλο για την κατασκευή κόσκινου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσκινον + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπου»), πρβλ. κελαινόρρινος, μελάρρινος].

German (Pape)

[ρῑ], mit einem wie ein Sieb durchlöcherten Leder, vielleicht von einem alten Schilde, Hesych.; oder ein Fell, zum Siebmachen geeignet.