κελαινόρρινος
From LSJ
Βέβαιος ἴσθι καὶ βεβαίοις χρῶ φίλοις → Constans ubique sis, amicis maxime → Auf dich und auch auf deine Freunde sei Verlass
English (LSJ)
κελαινόρρινον, with black skin or hide, Opp.H.5.18, Nonn. D. 15.158: pl. κελαινόρῑνες S.Fr.29.
Greek (Liddell-Scott)
κελαινόρρῑνος: -ον, ἔχων μέλαν δέρμα, Ὀππ. Ἁλ. 5. 18, Νόνν. Δ. 15. 158·- ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 27 ἔχομεν τὸν κατὰ μεταπλασμὸν πληθυντ. κελαινόρῑνες.
Greek Monolingual
κελαινόρ(ρ)ινος, -ον (ΑΜ)
αυτός που έχει μαύρο δέρμα («κελαινορρίνου ελέφαντος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -ρινος (< ῥινός «δέρμα ζώων ή ανθρώπων), πρβλ. μελαρρινός, πολύρρινος].
German (Pape)
[ῑ], mit schwarzer Haut; θήρ Opp. Hal. 5.18; Nonn. D. 15.158.