παρακελευστής
From LSJ
Άνδρα μοι ἒννεπε, Μούσα, πολὺτροπον, ... → Tell me, o Muse, of that ingenious hero, ... (Homer's Odyssey)
English (LSJ)
παρακελευστοῦ, ὁ, one who calls out to or encourages, Glossaria.
German (Pape)
[Seite 482] ὁ, Zurufer, Ermunterer (?).
Greek (Liddell-Scott)
παρακελευστής: -οῦ, ὁ, παρακελευόμενος, ὁ παραθαρρύνων διὰ τῆς φωνῆς, προτρέπων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὁ, Α παρακελεύομαι
αυτός που παρακινεί, που προτρέπει, που δίνει θάρρος με τον λόγο του.