purify by a libation without wine, Hsch. (Pass.).
νηφᾰλίζω: ἁγνίζω δι’ ὕδατος, ἄνευ σπονδῆς δι’ οἴνου, Ἡσύχ. ἐν λέξ. νενηφαλισμένον.
νηφαλίζω (Α) νηφάλιοςεξαγνίζω κάτι κάνοντας σπονδή με νερό, δηλ. χωρίς να χρησιμοποιώ κρασί.