συναιγλία
From LSJ
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
English (LSJ)
v. συναικλία. συναΐδιος· συνυπάρχων, Hsch.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(λακων. τ.) βλ. συναικλία.