ἡ, purity, Hsch. (ἀκηρεσία in Ms.).
ἀκηρασία: ἡ, ἁγνότης, καθαρότης, «ἀφθαρσία», Ἡσύχ. (ἀκηρεσία ἐν τῷ χειρογρ.), Ἀπολλιν. Ψαλμ. ιδ΄, 3.
ἀκηρασία, η (Α) ἀκήρατοςαγνότητα, καθαρότητα.
ἡ, Reinheit, sp.D.