ὑπόκρυφος
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
ὑπόκρυφον, = ὑποκρύφιος (hidden under), Sch. Ar. Ach. 96.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπόκρῠφος: -ον, = τῷ προηγ., Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 96.
Greek Monolingual
-ον, Α ὑποκρύπτω
1. ὑποκρύφιος
2. (για τόπο) απάνεμος.