θυηκόος
From LSJ
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst
Full diacritics: θῠηκόος | Medium diacritics: θυηκόος | Low diacritics: θυηκόος | Capitals: ΘΥΗΚΟΟΣ |
Transliteration A: thyēkóos | Transliteration B: thyēkoos | Transliteration C: thyikoos | Beta Code: quhko/os |
ὁ,= θυοσκόος, Hsch.; cf. θυηχόος.
[Seite 1221] zsgz. θυηκοῦς, für θυοσκόος, Inscr.
θυηκόος: ὁ, = θυοσκόος, Ἡσύχ.∙ συνηρ. τις τύποις: τοῦ θυηκοῦ ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 160. 1. 79., 11. 95, ἴδε Böckh σ. 281.
θυηκόος, ὁ (Α)
θυοσκόος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θυοσκόος.