νάρναξ
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
Full diacritics: νάρναξ | Medium diacritics: νάρναξ | Low diacritics: νάρναξ | Capitals: ΝΑΡΝΑΞ |
Transliteration A: nárnax | Transliteration B: narnax | Transliteration C: narnaks | Beta Code: na/rnac |
νάρναξ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «κιβωτός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. λάρναξ.