δωρεὰν ἐλάβετε, δωρεὰν δότε → you have taken freely; give freely
Full diacritics: ταυροκράτης | Medium diacritics: ταυροκράτης | Low diacritics: ταυροκράτης | Capitals: ΤΑΥΡΟΚΡΑΤΗΣ |
Transliteration A: taurokrátēs | Transliteration B: taurokratēs | Transliteration C: tavrokratis | Beta Code: taurokra/ths |
ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ινδούς) «Γάνδαρος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταῦρος + -κράτης (< κρατῶ)].