βαρυτελής
From LSJ
Νόσον δὲ κρεῖττόν ἐστιν ἢ λύπην φέρειν → Morbum quam tristitatem exantles facilius → Es lässt sich leichter krank sein als betrübt
English (LSJ)
βαρυτελές, heavily taxed, PLond.5.1674.33 (vi A. D.).
Spanish (DGE)
-ές
con fuerte gravamen impositivo de terrenos PLond.1674.33 (VI d.C.).
Greek Monolingual
βαρυτελής (-οῦς), -ές (Α)
αυτός που υφίσταται βαριά φορολογία.