φραστύς
English (LSJ)
ύος, ἡ, reflection, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1303] ἡ, Nachdenken, Überlegung, Gegensatz von ἄφραστυς, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
φραστύς: -ύος, ἡ, «σκέψις, ἔννοια, βουλή, φράσις» Ἡσύχ., κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀφραστύς.
Greek Monolingual
-ύος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «σκέψις, ἔννοια, βουλή, φράσις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω (Ι) + επίθημα -τύς (πρβλ. ὀρχηστύς)].