κατανίφω

Revision as of 09:39, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

late spelling of κατανείφω (q.v.).

German (Pape)

[Seite 1366] herabschneien; κεἰ κριμνώδη κατανίφοι Ar. Nubb. 965; verschneien, zuschneien, κατένιψε χιόνι Ach. 138; Sp. übertr., ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ' ᾠδῆς Luc. V. H. 2, 14, vgl. Lexiph. 15.

French (Bailly abrégé)

couvrir de neige ou comme de neige, acc..
Étymologie: κατά, νίφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατανίφω later voor κατανείφω.

Russian (Dvoretsky)

κατανίφω: (ῑ)
1 (о снеге) идти, падать: κριμνώδη κατανίφει impers. Arph. снег падает словно мука, т. е. идет густой снег;
2 осыпать или покрывать (снегом) (χιόνι τὴν Θρᾴκην ὅλην Arph.);
3 шутл. (о птицах) осыпать словно снегом (τινά Luc.).

Greek Monolingual

κατανίφω (Α)
βλ. κατανείφω.

Greek Monotonic

κατανίφω: ή κατανείφω[ῑ], μέλ. -νίψω,
I. καλύπτω με χιόνι, σε Αριστοφ.· μεταφ., ψιχαλίζω όπως με χιόνι, σε Λουκ.
II. απόλ., κατανίφει, χιονίζει, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι, ακόμα κι αν χιόνιζε χιόνι χοντρό σαν χοντροαλεσμένο αλεύρι κριθαριού, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατανίφω: ῑ: μέλλ. -νίψω, ῥίπτω χιόνα πρὸς τὰ κάτω, καλύπτω διὰ χιόνος, κατένιψε χιόνι τὴν Θρᾴκην ὁ θεός, δηλ. κατεκάλυψε διὰ χιόνος τὴν Θρᾴκην, Ἀριστοφ. Ἀχ. 138· καὶ τὸ παθ., ὄρη κατανιφόμενα, καλυπτόμενα ὑπὸ χιόνος, Ἐτυμ. Μέγ. 7, 11·- μεταφορ., κατακαλύπτω, μουσικὰ ὄρνεα κατανίφει αὐτοὺς μετ’ ᾠδῆς ὑπερπετόμενα, δίκην χιόνος πίπτουσιν, Λουκ. π. Ἀλ. Ἱστ. 2, 14· κατανίψων ἀπὸ γλώσσης ἅπαντας ὁ αὐτ. ἐν Λεξιφ. 15, πρβλ. ἔπεα νιφάδεσσιν ἐοικότα χειμερίῃσιν Ἰλ. Γ. 222. ΙΙ. ἀπολ. κατανίφει, χιονίζει, χιονοβολεῖ, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι, καὶ ἂν ἤθελε χιονίζει χιόνι χονδρὸν ὡς χονδροαλεσμένο ἀλεύρι κριθῆς, Ἀριστοφ. Νεφ. 965.

Middle Liddell

fut. -νίψω
I. to cover with snow, Ar.: metaph. to sprinkle as with snow, Luc.
II. absol., κατανίφει it snows, κεἰ κριμνώδη κατανίφοι even were it to snow thick as meal, Ar.