παιανίας
From LSJ
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
Full diacritics: παιᾱνίας | Medium diacritics: παιανίας | Low diacritics: παιανίας | Capitals: ΠΑΙΑΝΙΑΣ |
Transliteration A: paianías | Transliteration B: paianias | Transliteration C: paianias | Beta Code: paiani/as |
-ου, ὁ, paean-singer, IG5(1).209, al. (Sparta).
παιανίας, ὁ (Α)
συν. στον πληθ. οἱ παιανίαι
ονομασία λειτουργών σε ιεροτελεστίες ή, κατά δ. ερμ., αυτός που άδει παιάνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιάν, -ᾶνος + κατάλ. -ίας (πρβ. παρθεν-ίας)].